- ευπάθεια
- η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής](για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου»)νεοελλ.(για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η ευαισθησία («ευπάθεια βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)αρχ.1. απόλαυση αγαθών, ησυχία, άνεση, ευμάρεια2. στον πληθ. αἱ εὐπάθειαια) τέρψη, τρυφή, αισθητική ηδονή, απόλαυσηβ) ορεκτικό εδώδιμο, λίχνευμα, άρτυμα, ηδυντικόγ) (στους Στωικούς) ευχάριστη διάθεση3. ψυχική ανακούφιση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση4. ευεργεσία5. (για πρόσωπα) η ιδιότητα τού να συλλαμβάνει κανείς εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις6. (για πράγματα) το να παθαίνει ένα πράγμα εύκολα κάτι, η αλλοίωση7. φρ. α) «εὐπαθείας ἐπιτηδεύω» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσειςβ) «ἐν εὐπαθείαις εἰμί» — διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, βρίσκομαι σε ευθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.